Είναι γεγονός ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες η έρευνα της κεραμικής των βυζαντινών χρόνων αλλά και της
μεταβυζαντινής περιόδου γνωρίζει αλματώδη πρόοδο. Τα κεραμικά, κατά κύριο λόγο
ταπεινά αντικείμενα καθημερινής χρήσης, από τις παρυφές του αρχαιολογικού
ενδιαφέροντος έχουν αναχθεί σε αντικείμενο έρευνας όχι μόνο της αρχαιολογίας
αλλά και της ιστορίας.Ασφαλώς τα ευτελή αυτά υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος
δεν εκπροσωπούν τη μεγάλη τέχνη, η οποία ως ιστορική πραγματικότητα συμβάλλει
στο να δημιουργηθούν μείζονες αναγωγές για την ιστορία του πολιτισμού της
Ελληνικής Ανατολής. Ωστόσο περιέχουν πλήθος από πληροφορίες για την εξέλιξη της
τέχνης και της τεχνολογίας, και ακόμη περισσότερο πολύτιμα στοιχεία για την
ανασύνθεση της λεγόμενης “μικρής ιστορίας“· μιας ιστορίας που ερευνά τον
καθημερινό βίο των επώνυμων αλλά ακόμη και των ανώνυμων και άσημων ανθρώπων.
Έτσι, τα κεραμικά από αρχαιολογικά αντικείμενα ανάγονται σε ιστορική πηγή για τομείς όπου οι αρχειακές και
φιλολογικές πηγές καθώς και η μεγάλη τέχνη σιωπούν ή παρέχουν ελλιπείς ή
αποσπασματικές πληροφορίες. Εν άλλοις λόγοις τεκμηριώνουν με απτό
τρόπο ασυνήθη ιστορικά αιτούμενα που εξικνούνται π.χ. ως τις διατροφικές
συνήθειες ή τις αισθητικές αντιλήψεις στην έκφραση της καθημερινότητας που
επικράτησαν κατά καιρούς στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή κοινωνία, καθώς και
τις αλλαγές τους στη διαχρονία.
Μια ομάδα εφυαλωμένων κεραμικών, προϊόν σωστικής ανασκαφής που
διενεργήθηκε στην Ακροναυπλία από την τότε 1η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων το
1972 και τον έφορο Βυζαντινών Αρχαιοτήτων αείμνηστο Παύλο Λαζαρίδη, ανέλαβε να μελετήσει
και δημοσιεύει στον παρόντα τόμο η ερευνήτρια του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών
κυρία Αναστασία Γιαγκάκη, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ως τώρα
δεδομένα της έρευνας για την εφυαλωμένη κεραμική.
Η κεραμική της Ακροναυπλίας συγκροτεί ένα ποικίλο και σύνθετο
σύνολο εφυαλωμένων σπαραγμάτων προερχόμενο από διάφορα κέντρα παραγωγής της
βυζαντινής επικράτειας αλλά και από πολυάριθμα κέντρα της Μεσογείου, από την
Ιταλία και την Κύπρο ως τη Συρία και τη Μικρά Ασία. Χρονολογικά καλύπτει έξι
αιώνες, από τον 11ο ως τον 17ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία η περιοχή του
Ναυπλίου υπήχθη διαδοχικά στη βυζαντινή, τη βενετική και την οθωμανική
επικράτεια. Η υπαγωγή σε κάθε ένα από αυτά τα κράτη δεν υποδηλώνει και την
αποκλειστική παρουσία αντίστοιχης κεραμικής· αντίθετα καταδεικνύει τη
λειτουργία δικτύων ανταλλαγών και εμπορίας ανάμεσα σε αυτά σε βάθος χρόνου.
Στην εκδιδόμενη μονογραφία η αρχαιολόγος συγγραφέας ταξινομεί τα
εφυαλωμένα σπαράγματα εντάσσοντάς τα στις αντίστοιχες τυπολογίες, αναλύει τα
επιμέρους χαρακτηριστικά κάθε κατηγορίας, σχολιάζει τα ανευρεθέντα θραύσματα
και παραθέτει αναλυτικό και συστηματικό κατάλογο των αντικειμένων. Έτσι η
αρχαιολογική περιγραφή μετατρέπεται σε μεθοδολογικό εργαλείο, χρήσιμο για
συγκρίσεις παρόμοιου υλικού ευρύτερα. Στη συνέχεια, η ίδια συγγραφέας, ως
ιστορικός, προβαίνει σε έναν πολυεπίπεδο ιστορικό υπομνηματισμό του υλικού,
εφόσον αυτό προέρχεται από διάφορες γεωγραφικές περιοχές και βρέθηκε και
λειτούργησε στο συγκεκριμένο χώρο σε διαφορετικές φάσεις της ιστορίας του και
σε σαφώς διαφορετικά ιστορικά συμφραζόμενα.
Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι μία συνολική αρχαιολογική και ιστορική
αποτίμηση της ως τώρα γνωστής στην έρευνα κεραμικής της Ακροναυπλίας· μία
ανασύνθεση διάσπαρτων ψηφίδων που συμβάλλουν στην αποκατάσταση του ψηφιδωτού
της ιστορίας του Ναυπλίου και ειδικότερα της Ακροναυπλίας για έξι αιώνες
(11ος-17ος αι.)· μίας τοποθεσίας με συνεχή οικιστική συνέχεια και μίας πόλης με
πυκνές εμπορικές ανταλλαγές και με σημαντικό ρόλο στο διαμετακομιστικό εμπόριο
τόσο της Πελοποννήσου όσο και της Μεσογείου [...]
Κρίτων Χρυσοχοΐδης
Διευθυντής Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών
Πηγή: http://argolikivivliothiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου