Η προίκα δινόταν στο ζευγάρι
με σκοπό να αποτελέσει αυτή βοήθημα για τα βάρη του γάμου. Κατά κύριο λόγο
δινόταν από τον πατέρα, αν όμως ο πατέρας είχε πεθάνει, αυτή περνούσε στα χέρια
του μεγαλύτερου γιου, όπως άλλωστε και η ευθύνη για τη μητέρα του και για τα
μικρότερα του αδέρφια.[1]
Οι γονείς βέβαια έδιναν την προίκα στα παιδιά τους αν
είχαν πρώτα από όλα συμφωνήσει για το γάμο που θα τελούνταν. Αν όμως δεν
συμφωνούσαν, παραδείγματος χάριν αν ο γιος τους παντρευόταν μια γυναίκα την
οποία δεν την αποδέχονταν, δεν του έδιναν προίκα. Ακόμα και αν ο γιος τους
πέθαινε, η γυναίκα του δεν μπορούσε να διεκδικήσει την προίκα από τους γονείς
του, εφόσον εκείνοι δε συναίνεσαν για το γάμο τους.[2]
Παρόλα αυτά η προίκα
διασφαλιζόταν από τη νομοθεσία και έτσι οι σύζυγοι ή οι γονείς μπορούσαν να
κινηθούν και να εξασφαλίσουν με βάση αυτή το δίκιο τους.
Μια συμφωνία για προίκα
μπορούσε να είναι είτε προφορική είτε γραπτή.[3] Ακόμα δηλαδή και με μια
προφορική υπόσχεση, ο πατέρας ήταν υποχρεωμένος να δώσει την προίκα που
υποσχέθηκε.[4]
Επιπλέον, αν είχε τελεστεί ο γάμος ο πατέρας, μέσα από τη διαθήκη του θα
μπορούσε να αφήσει περισσότερα ή να αφαιρέσει κάτι από την προίκα που είχε
προσφέρει στην κόρη του, υπήρχε δηλαδή και αυτή η δυνατότητα αλλαγών.[5]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου